ρινοβάτης

ρινοβάτης
ὁ, Α
βλ. ῥινόβατος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ῥινοβάται — ῥινοβάτης a rough skinned fish masc nom/voc pl ῥινοβάτᾱͅ , ῥινοβάτης a rough skinned fish masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -βάτης — β συνθετικό ουσιαστικών της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. βαίνω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αντιστρόφου Λεξικού της Νέας Ελληνικής του Γ. Κουρμούλη (σ. 753), έναντι 85… …   Dictionary of Greek

  • ρινόβατος — ο / ῥινόβατος, ΝΑ, και ῥινοβάτης Α ζωολ. ονομασία ψαριού με σκληρό και τραχύ δέρμα, που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αποτελεί γένος σελάχιων υποτρηματικών χονδροϊχθύων, αντιπροσωπευτικό τής οικογένειας ρινοβατίδες, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”